κουφον

κουφον
    κοῦφον
    τό легкая часть
    

τὰ κοῦφα τῆς δυνάμεως Polyb. — легковооруженные войска


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κουφον" в других словарях:

  • κούφον — κοῡφον, τὸ (AM) βλ. κούφος …   Dictionary of Greek

  • κοῦφον — κοῦφος light masc acc sg κοῦφος light neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben …   Deutsch Wikipedia

  • κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… …   Dictionary of Greek

  • νεόκουφον — νεόκουφον, τὸ (Α) καινούργιος κάδος, καινούργιο βαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κοῦφον «βυτίο, βαρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • ξενικόκουφον — ξενικόκουφον, τὸ (Α) ξενικό κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξενικός + κοῡφον «κοιλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • προκρίνω — ΝΜΑ 1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.) 2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω νεοελλ. αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον… …   Dictionary of Greek

  • ρέπω — ῥέπω ΝΑ 1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση 2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῑς ζυγοῑς βαρύ τὸ δὲ ἄνω κοῡφον», Πλάτ.) 3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… …   Dictionary of Greek

  • σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»